- γένεσι
- γένεσιςoriginfem voc sgγένοςraceneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενέσις — γενέσῑς , γένεσις origin fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ny — Kodierung Majuskel Unicode Nummer U+039D Unicode Name GREEK CAPITAL LETTER NU HTML #925; HTML Entität … Deutsch Wikipedia
κρανουργός — κρανουργός, ὁ (Α) ο κρανοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κρανο εργός με συναίρεση < κράνος + (F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι ουργός, στιχ ουργός)] … Dictionary of Greek
κρεουργός — κρεουργός, όν (Α) 1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας 3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ουργός… … Dictionary of Greek
τελεσιουργός — όν, Ν. αυτός που ολοκληρώνει ένα έργο, αποτελεσματικός, τελεσφόρος αρχ. 1. αυτός που προσδίδει τελειότητα σε κάτι 2. προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. γενεσι ουργός] … Dictionary of Greek
ἰθαγενέσι — ἰθᾱγενέσι , ἰθαγενής born in lawful wedlock masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)